ξῆρ'

ξῆρ'
ξηρά̱ , ξηρά
fem nom/voc/acc dual
ξηρά̱ , ξηρά
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ξηραί , ξηρά
fem nom/voc pl
ξηρά , ξηρός
dry
neut nom/voc/acc pl
ξηρά̱ , ξηρός
dry
fem nom/voc/acc dual
ξηρά̱ , ξηρός
dry
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ξηρέ , ξηρός
dry
masc voc sg
ξηραί , ξηρός
dry
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξήρ' — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηραί , ξηρά fem nom/voc pl ξηρά , ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρέ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] …   Dictionary of Greek

  • πισσαλοιφώ — έω, Α αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *πισσαλοιφός (< πίσσα + αλείφω), πρβλ. μυρ αλοιφώ, ξηρ αλοιφώ] …   Dictionary of Greek

  • συνοφθαλμία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διάπλασης κατά την οποία υπάρχει μόνο ένα μάτι στη μέση τού μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οφθαλμός + κατάλ. ια (πρβλ. ξηρ οφθαλμία)] …   Dictionary of Greek

  • φλεγμασία — η, ΝΑ φλεγμονή νεοελλ. ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα τής μηριαίας ή και τής έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. ασία (πρβλ. ξηρ ασία, ὑγρ ασία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”