ξήρ' — ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηραί , ξηρά fem nom/voc pl ξηρά , ξηρός dry neut nom/voc/acc pl ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc dual ξηρά̱ , ξηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξηρέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] … Dictionary of Greek
πισσαλοιφώ — έω, Α αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *πισσαλοιφός (< πίσσα + αλείφω), πρβλ. μυρ αλοιφώ, ξηρ αλοιφώ] … Dictionary of Greek
συνοφθαλμία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διάπλασης κατά την οποία υπάρχει μόνο ένα μάτι στη μέση τού μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οφθαλμός + κατάλ. ια (πρβλ. ξηρ οφθαλμία)] … Dictionary of Greek
φλεγμασία — η, ΝΑ φλεγμονή νεοελλ. ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα τής μηριαίας ή και τής έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. ασία (πρβλ. ξηρ ασία, ὑγρ ασία)] … Dictionary of Greek